διέφυγε

διέφυγε
διαφεύγω
get away from
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • άκαστος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της Ιωλκού που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, ο πατέρας του Πελίας εξόντωσε την οικογένεια του Ιάσονα ο οποίος, όταν γύρισε, ζήτησε τη βοήθεια της… …   Dictionary of Greek

  • απαρατήρητος — η, ο (Α ἀπαρατήρητος, ον) αυτός που διέφυγε την παρατήρηση των άλλων, που κανείς δεν τον είδε νεοελλ. αυτός που δεν του έγινε παρατήρηση, δεν τον επέπληξαν αρχ. επίρρ. ἀπαρατηρήτως χωρίς προφύλαξη …   Dictionary of Greek

  • διαφεύγω — (ΑΝ) 1. ξεφεύγω, γλυτώνω, φεύγω μακριά από κάποιον ή κάτι, δραπετεύω 2. ξεφεύγω την προσοχή ή τη μνήμη κάποιου, λησμονούμαι, δεν γίνομαι αντιληπτός («μού διαφεύγει τό όνομά του») νεοελλ. γλιστρώ («το βιβλίο διέφυγε από τα χέρια του») μσν. φεύγω… …   Dictionary of Greek

  • εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με …   Dictionary of Greek

  • επωμίζομαι — (AM ἐπωμίζομαι) [επωμίς] νεοελλ. αναλαμβάνω το βάρος τής ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» κ.λπ.) αρχ. μσν. φορτώνομαι επάνω στους ώμους μου («ταχέως ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῡ πελάγους», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως …   Dictionary of Greek

  • ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”